ερέβινθος
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Greek Monolingual
ο (AM ἐρέβινθος)
1. το φυτό ρεβιθιά
2. ο καρπός της ρεβιθιάς, το ρεβίθι
μσν.
(με προσωποποίηση του ουσ.) Ερέβινθος
Ρέβιθος
αρχ.
μτφ. το ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ινθος, πιθ. δάνειο μιας μεσογειακής γλώσσας, και συνδέεται αφ’ ενός με τη λ. όροβος και αφ’ ετέρου με λατ. ervum «όροφος, φακή», αρχ. άνω γερμ. araweiz «μπιζέλι», αν και το w τών τύπων δεν αντιστοιχεί προς το β του ελλ. τύπου ερέβινθος. Είναι πιθανόν εξάλλου η λ. να προέρχεται από κάποιο ιδίωμα της Μικράς Ασίας ή της Α. Μεσογείου, όπου πρωτοεμφανίστηκε το φυτό].