ερεισίνωτο

Greek Monolingual

το
η ράχη του καθίσματος, το πίσω μέρος του καθίσματος, όπου ακουμπά η πλάτη του καθισμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρεισις «στήριξη» (< ερείδω) + νώτον «πλάτη»].