στήριξη

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

η / στήριξις, -ίξεως, ΝΑ στηρίζω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στηρίζω, το να στηρίζεται κάτι και να γίνεται σταθερό, στερέωση, εδραίωση, σταθεροποίηση
2. μτφ. α) θεμελίωση
β) παροχή βοήθειας, προστασία υποστήριξη
αρχ.
1. (για νόσο) κατάληξη, εντοπισμός σε ορισμένο σημείο ή όργανο του σώματος («στήριξις εἰς ὀφθαλμόν», Ιπποκρ.)
2. εδραία θέση, ακίνητη θέση («τῆς σελήνης τὰς ἕδρας στηρίξεις», Σχόλ. Αριστοφ.).