ερειψίτοιχος

Greek Monolingual

ἐρειψίτοιχος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει, που γκρεμίζει τους τοίχους («δωμάτων ἐρειψίτοιχοι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + τοίχος].