γκρέμισμα
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
Greek Monolingual
και γκρέμνισμα, το
1. ρίξιμο ή πέσιμο από γκρεμό
2. κατεδάφιση
3. ανατροπή, κατάλυση
4. πληθ. τα γκρεμίσματα
ερείπια, χαλάσματα, συντρίμμια.