ερημάζω

Greek Monolingual

(AM ἐρημάζω) έρημος
μσν.- νεοελλ.
ρημάζω, λεηλατώ, καταστρέφω
μσν.
1. σκοτώνω, εξοντώνω
2. καταστρέφω κάποιον οικονομικά
3. καταστρέφομαι, ρημάζω
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ρημασμένος, -η, -ο
έρημος, στερημένος
αρχ.
αφήνομαι, ζω μόνος και έρημος, περπατώ μόνος.