εριβόας

Greek Monolingual

ἐριβόας, ὁ (Α)
(επίθ. του Βάκχου και του Ερμή) αυτός που φωνάζει δυνατά, που κραυγάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βόας (< βοώ)].