ἐριβόας
σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)
English (LSJ)
-ου, ὁ, loud-shouting, of Bacchus, Pi.Fr.75.10; of Hermes, AP15.27.5 (Besant.).
German (Pape)
[Seite 1027] ὁ, sehr schreiend, Bacchus, Pind. frg. bei D. Hal. de C. V.. p. 304; Ἑρμᾶς θεῶν ἐρ. κάρυξ, Simmia. ovum (XV, 27).
French (Bailly abrégé)
όου;
adj. m.
à la voix retentissante.
Étymologie: ἐρι-, βοή.
Russian (Dvoretsky)
ἐριβόας: ου ὁ громогласный, звонкоголосый
1 эпитет Бромия-Вакха Pind.;
2 эпитет Гермеса Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριβόας: -ου, ὁ, ἰσχυρῶς βοῶν, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 10· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀνθ. Π. 15. 27.
Greek Monolingual
ἐριβόας, ὁ (Α)
(επίθ. του Βάκχου και του Ερμή) αυτός που φωνάζει δυνατά, που κραυγάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βόας (< βοώ)].
Greek Monotonic
ἐριβόας: -ου, ὁ (βοάω), αυτός που φωνάζει δυνατά, σε Ανθ.