εριλαμπής

Greek Monolingual

ἐριλαμπής, -ές (Α)
ο πολύ λαμπρός («ἐριλαμπὴς σοφίη», Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -λαμπής (< λάμπω)].