Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εριστάφυλος
Greek Monolingual
ἐριστάφυλος, -ον (Α) 1. (για κρασί) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μεγάλα, ωραία σταφύλια 2. (για τόπο) αυτός που είναιπλούσιος σε σταφύλια 3. επίθ. του Διονύσου («ἐρισταφύλῳ Βάκχῳ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ερι- (επιτ. μόριο) +σταφυλή.