Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(AM ἐρυθραίνωΑ ποιητ. τ. έρυθαίνω) ερυθρός1. κάνω κάτι κόκκινο2. είμαι κόκκινος3. παθ. ερυθραίνομαικοκκινίζωαρχ.(για καρπό) ωριμάζω («ἡ τέρμινθος... χλοερόν ἐνέγκασα μετά ταῦτα ἐρυθραίνει», Θεόφρ.).