ερυθρωπός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που έχει χρώμα που αποκλίνει προς το ερυθρό, ο κοκκινωπός («ακτίνες ερυθρωπού φωτός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -ωπός].