Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
-ή, -ό
αυτός που το χρώμα του κλίνει προς το κόκκινο, υπέρυθρος, ερυθρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + -ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»)].