ερυσίβιος

Greek Monolingual

ἐρυσίβιος, ὁ (Α) ερυσίβη
(επίθ. του Απόλλωνος στη Ρόδο) αυτός που προστατεύει τους καρπούς τών αγρών από την ερυσίβη.