ερυσμός

Greek Monolingual

ἐρυσμός, ὁ (Α) [[[ερύω]] (II)]
1. μέσο προστασίας από τη μαγεία
2. λάχανο του οποίου το σπέρμα πίνουν τριμμένο οι έγκυες.