ερωτομανώ

Greek Monolingual

και ερωμανώ (AM ἐρωτομανώ και ἐρωμανῶ, ἐρωμανέω) ερωτομανής
είμαι ερωτομανής
νεοελλ.
πάσχω από ερωτομανία.