ερωτομανής
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Greek Monolingual
-ές και ερωμανής, -ές (AM ἐρωτομανής, -ές και ἐρωμανής, -ές)
αυτός που βρίσκεται διαρκώς σε ερωτική έξαψη
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από ερωτομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -μανής < μαίνομαι.