ἑσπερόμορφος, -ον (Μ)ο σκοτεινός, αυτός που έχει τη μορφή εσπέρας («νυκτερίου εἴδωλον δαίμονος ἑσπερόμορφον», Τζέτζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έσπερος + -μορφος < μορφή.