εσωκλείω

Greek Monolingual

κλείνω μέσα σε κάτι, ιδίως σε επιστολή, σε φάκελο («σού εσώκλεισα 100 δραχμές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].