εσωστρεφής

Greek Monolingual

-ές
αυτός του οποίου τα ενδιαφέροντα και οι συγκινήσεις στρέφονται προς τον εσωτερικό του κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + -στρεφής (< στρέφω)
πρβλ. εξωστρεφής].