Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ετεράριθμος
Greek Monolingual
ἑτεράριθμος, -ον (Α) 1. αυτός που είναι διαφορετικού αριθμού 2.το ουδ. ως ουσ.τὸ ἑτεράριθμον η μεταβολή αριθμού, η αλλαγή από τον ενικό αριθμό στον πληθυντικό, ως σχήμα λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ.<ετερο- +αριθμός].