ετοιμόσβηστος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτοιμόσβεστος, -ον)
1. ο έτοιμος να σβήσει, αυτός που πάει να σβήσει («ετοιμόσβηστη φωτιά»)
2. αυτός που σβήνει εύκολα.