πάει

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

το
(ποιητ. τ.) ο πηγεμός («στο πάει και στο έλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τύπος του γ' προσ. του ρ. πάω αντί της προστ. πήγαινε για μετρ. λόγους (πρβλ. το πηγαινέλα < πήγαινε + έλα)].