πάει

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

το
(ποιητ. τ.) ο πηγεμός («στο πάει και στο έλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τύπος του γ' προσ. του ρ. πάω αντί της προστ. πήγαινε για μετρ. λόγους (πρβλ. το πηγαινέλα < πήγαινε + έλα)].