ετότες

Greek Monolingual

και ετότε (Μ ἐτότες)
επίρρ. μσν. και νεοελλ. διαλεκτ. τ. του επιρρήματος τότε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ε- ερμηνεύεται αναλογικά προ το ε- του ε-τούτος].