τούτος
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
Greek Monolingual
-η, -ο / τοῦτος, -ούτη, -ον, ΝΜ
(δεικτ. αντων.) αυτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αντων. τοῦτος έχει σχηματιστεί από το ουδ. τοῦτο και τις πλάγιες πτώσεις (πρβλ. γεν. πληθ. τούτων) της αρχ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῦτο].