ευάγητος

Greek Monolingual

εὐάγητος, -ον (Α)
(για σύννεφα) λαμπρός, ευαγής («ἀρθῶμεν φανεραὶ δροσερὰν φύσιν εὐάγητον» — ας υψωθούμε φανερά με τη λαμπρή και δροσερή μας όψη, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευαγής II].