εὐάφεια, ιων. τ. εὐαφίη, ἡ (Α) ευαφήςη απαλότητα στην αφή, το μαλακό ψηλάφημα («ἵνα κόσμος ἔχῃ ἡ στρῶσις καὶ εὐάφειαν», Ορειβ.).