απαλότητα
Greek Monolingual
η (AM ἁπαλότης, -ητος)
η ιδιότητα του απαλού, η αβρότητα, η τρυφερότητα.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
η (AM ἁπαλότης, -ητος)
η ιδιότητα του απαλού, η αβρότητα, η τρυφερότητα.