Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ευέφοδος
Greek Monolingual
εὐέφοδος, -ον (Α) 1. (για τόπους) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να γίνει έφοδος 2. αυτός που διευθύνεται εύκολα («εὐέφοδοςσυζήτησις», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ευ+ επίθ. έφ-οδος «εκείνος στον οποίο υπάρχει πρόσβαση» (<επί+οδός)].