πρόσβαση

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

η / πρόσβασις, -άσεως, ΝΜΑ προσβαίνω
το μέρος από το οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει κάπου
νεοελλ.
1. το να πλησιάζει κανείς κάπου, προσέγγιση, πλησίασμα
2. δίοδος, οδός, πέρασμα («η αστυνομία απέκλεισε όλες τις προσβάσεις προς το αεροδρόμιο»)
αρχ.
1. μέσο για ανάβαση
2. ανάβαση, ιδίως η πολύ ανηφορική («ὡς πρόσβασιν τῶνδ' ὀρθίαν οἴκων ἔχει», Ευρ.)
3. επίτευξη, επιτυχία
4. (για ποταμό) η ύψωση τών υδάτων.