ευγραμμία

Greek Monolingual

η (Α εὐγραμμία) εύγραμμος
νεοελλ.
αρμονική διάταξη τών γραμμών του σώματος
αρχ.
η ωραιότητα, η κομψότητα τών γραμμών διακοσμητικού σχεδίου.