εὐθυμάχης, δωρ. τ. εὐθυμάχας, ὁ (Α)αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται φανερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + -μάχης (< μάχομαι)πρβλ. α-ταρβο-μάχης, οπλο-μάχης].