Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ευθύδικος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐθύδικος, -ον) αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια αρχ. το ουδ. ως ουσ.τὸ εὐθύδικον η ευθυδικία. [ΕΤΥΜΟΛ.<ευθυ- + -δικος<δίκη (πρβλ. ά-δικος, κατά-δικος)].