ευκινησία

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκινησία) ευκίνητος
1. η ιδιότητα του ευκινήτου, η ευκολία στην κίνηση («τῶν πεζῶν τοὺς διαφέροντας εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ», Διόδ.)
2. η ευστροφία της διάνοιας, της σκέψης.