η (ΑΜ εὐκινησία) ευκίνητος1. η ιδιότητα του ευκινήτου, η ευκολία στην κίνηση («τῶν πεζῶν τοὺς διαφέροντας εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ», Διόδ.)2. η ευστροφία της διάνοιας, της σκέψης.