ευοίωνος

Greek Monolingual

-η, -ο οιωνός
1. αυτός που αποτελεί καλό οιωνό, που προμηνύει κάτι καλό («ευοίωνο σημείο» — ό, τι χαρακτηρίζεται ως ευτυχές προμήνυμα)
2. αισιόδοξος («ευοίωνες προβλέψεις»).