ευρυμάθεια

Greek Monolingual

η
ευρύτητα της μάθησης, η γνώση πολλών πραγμάτων, η πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυμαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Κωνστ. Σάθα].