γνώση
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
Greek Monolingual
η (AM γνῶσις) γιγνώσκω
1. το να γνωρίζει κάποιος κάτι
2. βαθύτερη γνώση η οποία έχει αποκτηθεί με περισυλλογή και μελέτη («πηγή σοφίας και γνώσεως»)
3. φρόνηση, σύνεση («ήτονε δεκοχτώ χρονώ, μά 'χε γερόντου γνώση»)
νεοελλ.
φρ.
1. «βάζω γνώση» — συνετίζομαι
2. «φέρω εις γνώσιν (κάποιου)» — πληροφορώ
3. «λαμβάνω γνώσιν» — πληροφορούμαι
4. «είμαι εν γνώσει» — γνωρίζω, έχω ενημερωθεί
5. «έχουν γνώση οι φύλακες» — έχουν ήδη λάβει τα μέτρα τους εναντίον κάθε επιβουλής
6. «κοντά στον νου κι η γνώση» — η εξυπνάδα πρέπει να συνδυάζεται με σύνεση και προσοχή
7. «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα» — όταν αναγνωρίζεται ένα σφάλμα κάπως αργά
(αρχ.- μσν.) γνώμη, άποψη
αρχ.
1. δικαστική έρευνα
2. γνωριμία (με κάποιο πρόσωπο) («γνῶσις πρός τινα»)
3. υπόληψη, φήμη
4. σαρκική ένωση.
Translations
Afrikaans: kennis; Albanian: dituri, dije, dijeni; Arabic: عِلْم, مَعْرِفَة; Armenian: իմացություն, գիտելիք; Assamese: জ্ঞান; Asturian: conocimientu, conocencia; Azerbaijani: bilik, elm, hünər, mərifət, məlumat, ürfan; Bashkir: белем; Belarusian: веданне; Bengali: জ্ঞান, এলেম; Bikol Central: kaaraman; Bulgarian: знание; Burmese: အသိပညာ, ဝိဇ္ဇာ; Cahuilla: 'e'nanill; Catalan: coneixement; Central Atlas Tamazight: ⵜⵓⵙⵙⵏⴰ; Chinese Cantonese: 知識, 知识, 見識, 见识; Dungan: җышы, җяншы, эрлин; Mandarin: 知識, 知识, 見識, 见识; Crimean Tatar: bilgi, bilme; Czech: znalost, vědění; Danish: viden, kundskab, kendskab; Dutch: kennis, weten, wetenschap; Esperanto: scio; Estonian: teadmine, teadmised; Faroese: vitan; Finnish: tieto, tiedot; French: connaissance, science; Middle French: sçavoir; Old French: savoir, conoissance, escient; Galician: coñecemento, sabenza, sabedoría; Georgian: ცოდნა; German: Wissen, Kenntnis; Greek: γνώση; Ancient Greek: αἴσθησις, γνώμη, γνωμηστός, γνώριμον, τὸ γνώριμον, γνωριμότης, γνώρισις, γνωρισμός, γνῶσις, δαημοσύνη, δήλωσις, διδασκάλιον, εἴδημα, εἴδησις, εἰδοσύνη, ἐμπειρία, ἐπιστήμη, ἰδμοσύνη, ἰδρεία, ἰσμή, μάθημα, νόσφι, ξύνεσις, παίδευμα, σύνεσις, τὸ γνωστόν; Hawaiian: ʻike; Hebrew: יֶדַע, ידיעה; Hindi: जान, ज्ञान, बुद्धि, इल्म; Hungarian: tudás, ismeret; Icelandic: þekking; Indonesian: pengetahuan; Interlingua: cognoscentia; Irish: fios; Italian: conoscenza; Japanese: 知識; Kapampangan: pamibaluan, pangabalu; Kazakh: білім, ғылым; Khmer: ចំណេះ, ញាណ, វិជ្ជា; Korean: 지식, 앎; Kyrgyz: билим; Lao: ຄວາມຮູ້, ວິຊາ; Latin: notitia, notio, agnitio, cognitio, intelligentia; Latvian: zināšana; Lithuanian: žinojimas, mokėjimas, išmanymas; Macedonian: знаење; Malay: pengetahuan, ilmu; Maori: mātauranga, mōhio ngutu; Mongolian: эрдэм, мэдлэг; Ngazidja Comorian: udjuzi; Norwegian Bokmål: kunnskap, viten; Nynorsk: kunnskap; Occitan: coneissença; Old French: saveir; Pali: ñāṇa, vijjā; Persian: دانش, شناخت, علم, معرفت; Plautdietsch: Wissenschoft; Polish: wiedza; Portuguese: conhecimento; Quechua: riqsiy; Romanian: cunoaștere, știre; Russian: знание, осведомлённость; Sanskrit: ज्ञान, बुद्धि, विद्या, बोध; Scots: kennin; Scottish Gaelic: fios; Serbo-Croatian Cyrillic: знáње; Roman: znánje; Slovak: znalosť; Slovene: znanje; Spanish: conocimiento; Sundanese: ᮕᮍᮝᮨᮛᮥᮂ; Swahili: maarifa; Swedish: kunskap; Sylheti: ꠉꠣꠀꠘ; Tagalog: karunungan; Tajik: дониш, маърифат; Tamil: அறிவு; Tatar: белем; Telugu: జ్ఞానము, బోధ; Thai: ความรู้, วิชา, วิทยา; Tibetan: ཤེས་བྱ, ཡོན་ཏན; Tocharian B: karsalñe; Tok Pisin: save; Turkish: bilim, marifet, bilgi; Turkmen: bilim, maglumat; Ugaritic: 𐎄𐎓𐎚; Ukrainian: знання; Urdu: گیان, علم; Uyghur: بىلىم; Uzbek: bilim, bilish; Vietnamese: tri thức; Waray-Waray: kaaram; Welsh: adnabyddiaeth, gwybodaeth; West Frisian: witten; Yiddish: וויסן; Zazaki: zanış, elm