ευρωτίαση

Greek Monolingual

η
σχηματισμός μούχλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρωτιώ. Η λέξη μαρτυρείται από το 1848 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων].