ευτύχημα

Greek Monolingual

το (ΑΜ εὐτύχημα) ευτυχώ
ευτυχές γεγονός, καλοτυχία, καλή τύχη, ευτυχής σύμπτωση ή περίπτωσηείναι ευτύχημα που δεν τον συνάντησα»).