Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ευφραντός
Greek Monolingual
εὐφραντός, -ή, -όν (Α) ευφραίνω 1.ενεργ. αυτός που προκαλεί ευφροσύνη, ο ευχάριστος 2.παθ. αυτός που ευφραίνεται, ο γεμάτοςχαρά 3. (το ουδ. πληθ.) τὰ Εὐφραντά τίτλος έργου του Τιμοκράτους. επίρρ... εὐφραντῶς (Μ) ευχάριστα, ευάρεστα.