ἐφίερος, -ον (Α)1. είδος ψωμιού, πλακούντας, πίτα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφίερονα) ιερός άρτοςβ) θρησκευτική ποινή, επιτίμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱερός.