επιτίμιο
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Greek Monolingual
το (AM ἐπιτίμιον) επιτιμώ (συνήθως στον πληθ. επιτίμια) ποινή, τιμωρία, πρόστιμο («τοῖσι δὲ παρακτωμένοισι ξεινικοὺς νόμους τοιαῡτα ἐπιτίμια διδοῦσι», Ηρόδ.)
μσν.- νεοελλ.
τιμωρία σωματική ή χρηματική που επιβάλλει ο ιερέας ως πνευματικός σε αμαρτωλούς χριστιανούς
μσν.) αντίτιμο, πληρωμή, αντάλλαγμα
2. στον πληθ. παθήματα, δυστυχίες
αρχ.
1. αξία ή εκτίμηση ενός πράγματος, δηλ. οι τιμές που γίνονται προς κάποιον
2. (αττ. δίκ.) χρηματική κυρίως ποινή που επιβάλλουν οι δικαστές.