εφτάδιπλος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που αποτελείται από επτά μέρη, ο επταπλούς
2. ο επτά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον, επταπλάσιος
3. αυτός που έχει επτά πτυχές, επτά δίπλες («εφτάδιπλο σχοινί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + διπλός.
-η, -ο
1. αυτός που αποτελείται από επτά μέρη, ο επταπλούς
2. ο επτά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον, επταπλάσιος
3. αυτός που έχει επτά πτυχές, επτά δίπλες («εφτάδιπλο σχοινί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + διπλός.