εφτάφωτος

Greek Monolingual

-η, -ο
επτάφωτος, με επτά φώτα (φρ. «εφτάφωτος κηροστάτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + -φωτος (< φως), πρβλ. αυτόφωτος, ετερόφωτος].