εχθρόξενος

Greek Monolingual

ἐχθρόξενος, -ον (Α)
ο εχθρός προς τους ξένους, ο αφιλόξενος, ο μισόξενοςγνάθος ἐχθρόξενος ναύταισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ξένος.