εὔθηκτος, -ον (ΑΜ)καλά ακονισμένος, κοφτερός («εὔθηκτον σκέπαρνον»)μσν.(για λόγο) ευθύς, εὔστοχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηκτός (< θήγω «ακονίζω»)].