ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
-ή, -ό κοφτός1. αυτός που κόβει καλά, αιχμηρός, οξύς («κοφτερό ψαλίδι»)2. το ουδ. ως ουσ. το κοφτερόκαθετί που κόβει.