εὔθυρσος, -ον (Α)αυτός που έχει ευθύ θύρσο («νάρθηκά τε... εὔθυρσον», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + θύρσος «ραβδί τυλιγμένο με κισσό και κληματόφυλλα»].