Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εύιππος
Greek Monolingual
εὔιππος, -ον, επικ. τ. ἐΰιππος, -ον (Α) 1. (για ανθρώπους) αυτός που ευχαριστιέται να έχει ωραίους ίππους («Ἀμαζόνας εὐίππους», Πίνδ.) 2. (για τόπο) αυτός που φημίζεται για τους καλούς ίππους του («εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης», Καλλ.).