εύκαμπτος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκαμπτος, -ον)
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο ευλύγιστος
νεοελλ.
ο ευέλικτος, αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα
αρχ.
αυτός που κουράζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπτός (< κάμπτω)].
-η, -ο (ΑΜ εὔκαμπτος, -ον)
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο ευλύγιστος
νεοελλ.
ο ευέλικτος, αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα
αρχ.
αυτός που κουράζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπτός (< κάμπτω)].